- παραθήκην
- παραθήκηanything entrusted tofem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραθήκη — ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] παρακαταθήκη αρχ. 1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα 2. ενέχυρο 3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον 4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ) 5. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek